- ῥίπισμα
- ῥῑπ-ισμα, ατος, τό,A air of a fan, etc.,
ῥ. λώπης AP 5.293
(Agath.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥ. λώπης AP 5.293
(Agath.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥίπισμα — air of a fan neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίπισμα — (I) το / ῥίπισμα, ίσματος, ΝΑ [ῥιπίζω] φύσημα με ριπίδιο. (II) το, Ν 1. έκχυση, άδειασμα υγρού 2. διασκορπισμός, σκόρπισμα … Dictionary of Greek
ῥιπισμάτων — ῥίπισμα air of a fan neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιπίσμασι — ῥίπισμα air of a fan neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιπίσμασιν — ῥίπισμα air of a fan neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)